Προηγούμενα φύλλα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΘΡΑ

Εξωθεσμικά κανάλια διανομής

υποκαθιστούν το χονδρεμπόριο

ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΠΟΛΛΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,

ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΑΤΗΡΙΟΥΧΟΥΣ ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Το καλοκαίρι δεν πήγε καλά για τους πρατηριούχους της Aθήνας, μολονότι υπήρξε η εντύπωση από την αρχή της φετινής θερινής σεζόν ότι ο κόσμος, λόγω της σφοδρής οικονομικής κρίσης, δεν θα έκανε διακοπές και θα παρέμενε στην εστία του ή έστω θα περιοριζόταν σε σύντομες εξορμήσεις στα πέριξ του Λεκανοπεδίου. Tελικά, ο κόσμος πήγε διακοπές, η Aθήνα άδειασε, όπως γινόταν κατά παράδοση και τις παλιές καλές χρονιές και τα πρατήρια της περιοχής της πρωτεύουσας παρου- σίασαν σημαντική πτώση του τζίρου τους και βεβαίως του κέρδους τους. Παρά ταύτα, στη διάρκεια του καλοκαιριού πα- ρατηρήθηκαν σοβαρές ελλείψεις που επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο την κατά- σταση. Ωστόσο, το άσχημο εμπορικό καλοκαίρι για τους πρατηριούχους της Aθήνας δεν προήλθε μόνο από την μαζική έξοδο των Aθηναίων αλλά και από την μόνιμη πλέον αντιπρατηριακή πολιτική πολλών συνερ- γαζόμενων εταιρειών. Kαι το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι διαγράφεται η ίδια άσχημη εικόνα και για το φθινόπωρο που ήδη διανύουμε.Tο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Διακινητών Eμπόρων Oίνων Ποτών Aθηνών έχει πειστεί ότι ορισμένες συνεργαζόμενες εταιρείες τηρούν εχθρική στάση έναντι του πρατηρίου: Eξωθεσμικά κανάλια διανομής έχουν ουσιαστικά υποκαταστήσει τις εταιρείες. Ωστόσο, το άσχημο εμπορικό καλοκαίρι για τους πρατηριούχους της Aθήνας δεν προήλθε μόνο από την μαζική έξοδο των Aθηναίων αλλά και από την μόνιμη πλέον αντιπρατηριακή πολιτική πολλών συνερ- γαζόμενων εταιρειών. Kαι το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι διαγράφεται η ίδια άσχημη εικόνα και για το φθινόπωρο που ήδη διανύουμε. Tο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Διακινητών Eμπόρων Oίνων Ποτών Aθηνών έχει πειστεί ότι ορισμένες συνεργαζόμενες εταιρείες τηρούν εχθρική στάση έναντι του πρατηρίου: Eξωθεσμικά κανάλια διανομής έχουν ουσιαστικά υποκαταστήσει τις εταιρείες.

Τελικά, είναι ακριβό ή φθηνό το κρασί στη χώρα μας;

 Οι συζητήσεις περί οίνου είναι συνήθως πολύ ευχάριστες, όσο περιορίζονται σε θέματα όπως οι ποικιλίες, τα αρώματα, οι γεύσεις, ο Παλαιός και Νέος Κόσμος, η ιστορία και ο πολιτισμός της αμπέλου… Εκεί που τα πράγματα δυσκολεύουν είναι όταν η συζήτηση φτάσει στο ακανθώδες θέμα της τιμής. «Πανάκριβο το κρασί στο εστιατόριο». «Το σκέφτεσαι να ανοίξεις δεύτερο μπουκάλι γιατί θα σου τινάξει στα ύψη τον λογαριασμό». «Μα όλα τα σπασμένα από το κρασί θα τα βγάλουν οι εστιάτορες;». «Δεν φταίνε οι εστιάτορες, είναι οι παραγωγοί που πήραν τα μυαλά τους αέρα και τιμολογούν τα κρασιά τους όσο τους αρέσει». «Νέος Κόσμος, παιδί μου! Βρίσκεις εξαιρετικά με 7 – 8 ευρώ. Κι άσε τους ντόπιους να χρεώνουν 20 ευρώ τα μέτρια κρασάκια τους στο σούπερ μάρκετ», «Ποιος Νέος Κόσμος; Ο Παλαιός να δεις! Εξαιρετικά γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά κρασιά, από 8 έως 20 ευρώ στην κάβα»: τέτοιες απόψεις ακούμε καθημερινά.  Τελικά, είναι ακριβό ή φθηνό το ελληνικό κρασί; Η δική μου άποψη είναι ότι το κρασί έχει δύο πρόσωπα. Το ένα είναι το καθημερινό, ο οίνος ημών ο επιούσιος της οικογενειακής τραπέζης, το φιλικό κρασί που γεμίζει τα ποτήρια της παρέας και επιτελεί τον προαιώνιο συντροφικό του ρόλο. Αυτό που θα παραγγείλουμε στο εστιατόριο και η τιμή του θα επιτρέπει να ανοίξουμε και ένα και δύο και τρία μπουκάλια. Ενα κρασί που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι ακριβό, αλλά σε καμία περίπτωση επίσης δεν μπορεί να είναι κακοφτιαγμένο, ανώνυμο χύμα. Το άλλο πρόσωπο είναι το κρασί των εξαιρετικών περιστάσεων, όταν θέλουμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας την πολυτέλεια μιας ξεχωριστής στιγμής, την απόλαυση που μπορεί να σου προσφέρει ένα πραγματικά «μεγάλο» κρασί. Αυτό το κρασί δεν μπορεί παρά να είναι ακριβό (βλ. παρακάτω την άποψη του Θάνου Φακορέλλη), αλλά την τιμή του πρέπει να την ανακαλύπτουμε σε κάθε γουλιά! Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής οινοπαραγωγής, το οποίο όμως καταλήγει στις περισσότερες περιπτώσεις υπερτιμολογημένο στις λίστες των εστιατορίων, κάνοντας τους ίδιους τους παραγωγούς να τρίβουν τα μάτια τους από τη μια, αλλά να μην τολμούν να πουν τίποτα από την άλλη, από το φόβο να μη βρεθούν εκτός καταλόγου! Στη δεύτερη κατηγορία ο ελληνικός αμπελώνας έχει ένα τεράστιο κενό. Τα «μεγάλα» κρασιά δεν έχουν γίνει ακόμα, ενώ αντίθετα οι υψηλές τιμές δίνουν και παίρνουν, αφήνοντας έκπληκτους τους καταναλωτές που πληρώνουν 25 – 40 ευρώ στο ράφι και 60 – 80 ευρώ στο εστιατόριο για κρασιά απλώς καλά. Θέλει λοιπόν σκέψη, σοβαρότητα, στρατηγική -και όχι έπαρση και ματαιοδοξία- για να προχωρήσει σωστά η ιστορία που λέγεται «ελληνικό κρασί». Εως τότε, εμείς οι καταναλωτές προσπαθούμε να μην είμαστε «θύματα» της μόδας που φέρνει μερικά κρασιά στο προσκήνιο χωρίς πάντα να το αξίζουν, προσπαθούμε να διαλέγουμε με σαφήνεια και σοβαρότητα τι πίνουμε, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν τη σχέση ποιότητας – τιμής, στηρίζουμε τις τίμιες προσπάθειες, επαινούμε τις προσεγμένες λίστες στα εστιατόρια και τα πραγματικά καλά ακριβά κρασιά δεν τα πληρώνουμε τρεις φορές επάνω στα εστιατόρια – τα αγοράζουμε από την κάβα μας και τα απολαμβάνουμε στο σπίτι μας! Οι καταναλωτές μπορούμε και πρέπει να έχουμε λόγο Αποφασίσαμε να κάνουμε ένα ρεπορτάζ στους «εμπλεκόμενους» χώρους, να ρωτήσουμε επαγγελματίες και να σας παραθέσουμε τις απόψεις τους, έτσι ώστε λαμβάνοντάς τες υπ’ όψιν και σε συνδυασμό με την προσωπική σας εμπειρία να καταλήξετε στα δικά σας συμπεράσματα. Το σίγουρο είναι ότι εμείς οι καταναλωτές μπορούμε και πρέπει να έχουμε λόγο σ’ ένα ζήτημα που τελικά αφορά εμάς και να μη δεχόμαστε να βάζουμε στο τραπέζι μας κατώτερα ποιοτικά κρασιά μόνο και μόνο για λόγους τιμής. Το σίγουρο είναι επίσης ότι το ελληνικό κρασί, στα πρώτα του βήματα ακόμα, πρέπει να βρει το δρόμο του και να αποκτήσει την καλύτερη δυνατή σχέση ποιότητας – τιμής. Μια σχέση που όπως προέκυψε από το ρεπορτάζ δεν έχει βρεθεί ακόμα. Ακριβά και υπερκοστολογημένα τα ελληνικά κρασιά, διαπιστώνουν οι καβίστες και βλέπουν μέρος της πελατείας τους να στρέφεται σε κρασιά εισαγωγής που πολλά απ’ αυτά είναι -σε σχέση πάντα με την ποιότητά τους- φθηνότερα από τα ελληνικά. Ωστόσο, όλοι θέλουν να μπει μια τάξη που θα βοηθήσει το ελληνικό κρασί να ορθοποδήσει και ζητούν από τους παραγωγούς να βελτιώσουν την τιμολόγηση των κρασιών τους σε άμεση σχέση με την ποιότητά τους. Από την άλλη, οι παραγωγοί προβάλλουν τα επιχειρήματά τους: τις δυσκολίες παραγωγής, τα έξοδα και τις επενδύσεις που χρειάζονται δεκαετίες για να κάνουν απόσβεση. Δεν θεωρούν σωστή, πολλοί από αυτούς, τη λογική «υψηλή τιμή – υψηλή ποιότητα», που πολλές φορές παρασύρει τον καταναλωτή δημιουργώντας «μόδα». Οι περισσότεροι εστιάζουν στην ακριβή τιμή με την οποία φτάνει το κρασί στο εστιατόριο, αναγκάζοντας έτσι μεγάλη μερίδα καταναλωτών να στρέφεται στο χύμα. Μεσολαβούν πολλοί ανάμεσα στο οινοποιείο και το εστιατόριο και «έτσι είναι για γέλια να βλέπεις το κρασί σου να πουλιέται 3 φορές επάνω»! Ωστόσο, αυτοί που μεσολαβούν για τη διακίνηση του κρασιού το βρίσκουν μεν ακριβό, αλλά όχι υπερτιμημένο. Θεωρούν δε ότι μέχρι να φτάσει το κρασί στο εστιατόριο, η τιμή είναι λογική. Κάτι στο οποίο διαφωνούν οι εστιάτορες που υποστηρίζουν ότι το κρασί φτάνει ακριβό στο εστιατόριο. Κι αυτό οφείλεται στο ότι αγοράζουν από κάβες και χονδρεμπόρους και όχι απευθείας από τον παραγωγό. Ολοι όμως οι σοβαροί εστιάτορες προσπαθούν να κάνουν δίκαια τιμολόγηση, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σχέση ποιότητας τιμής και κάποιοι παραδέχονται ότι, όταν μείωσαν τις τιμές, η κατανάλωση αυξήθηκε. Πρόβλημα φαίνεται, επίσης, ότι παρουσιάζουν οι μεγάλες λίστες κρασιών που αναγκάζουν ένα εστιατόριο να στοκάρει πολλά μπουκάλια και αυτό ακριβώς το στοκ είναι που παρασύρει τις τιμές προς τα πάνω. Η τιμολόγηση Χ 3 είναι απ’ ό,τι διαπιστώθηκε ο κανόνας της αγοράς με ελάχιστες εξαιρέσεις. Εκείνο που πραγματικά μας έκανε εντύπωση στο ρεπορτάζ είναι οι συνεχείς εκπτώσεις για τις οποίες μιλούν όλοι, εκπτώσεις που μπερδεύονται ανάμεσα στο οινοποιείο, τη διακίνηση, τους χονδρεμπόρους, τις κάβες και τα εστιατόρια και το σίγουρο είναι ότι μόνο στον καταναλωτή δεν φτάνουν. Η μόνη έκπτωση που εισπράττει ο καταναλωτής είναι εκείνη που σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται στην ποιότητα του κρασιού, μια έκπτωση που την πληρώνει όμως συνήθως ακριβά! Απ’ όλα τα πολύ ενδιαφέροντα που ακούσαμε και καταγράψαμε, κρατάμε ως συμπέρασμα ότι το ελληνικό κρασί πρέπει να βρει το δρόμο του, να μπει μια τάξη σε όλη την αλυσίδα και επιτέλους να μιλάμε για καλή σχέση ποιότητας τιμής – όχι μόνο για τα εισαγόμενα αλλά και για τα δικά μας κρασιά! Κι είναι σίγουρο πως κάτι τέτοιο είναι απόλυτα εφικτό.